- μαστιχηρά
- μαστῐχ-ηρά (sc. ἔμπλαστρος), ἡ, a plaster, Aët. 15.15(a) Z.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαστιχηρά — μαστιχηρά̱ , μαστιχηρά fem nom/voc/acc dual μαστιχηρά̱ , μαστιχηρά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιχηρά — μαστιχηρά, ἡ (Α) είδος εμπλάστρου με μαστίχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού αμάρτυρου επιθέτου *μαστιχηρός (< μαστίχη + κατάλ. ηρός)] … Dictionary of Greek